ομοαξονικός

ομοαξονικός
-ή, -ό
αυτός που έχει τον ίδιο άξονα με άλλον: Ομοαξονικοί τροχοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομοαξονικός — ή, ό 1. αυτός που έχει τον ίδιο άξονα με άλλο σώμα («ομοαξονικοί κύλινδροι») 2. (για έλικα) αυτός έχει συναρμοστεί σε συγκεντρικούς άξονες κινητήρων 3. φυσ. (για σύστημα φακών ή κατόπτρων) αυτός τού οποίου τα οπτικά κέντρα ή οι κορυφές,… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”